ξεπετάγομαι — και ξεπετάζομαι και ξεπετιέμαι βλ. ξεπετώ … Dictionary of Greek
ξεπετιέμαι — ξεπετιέμαι, ξεπετάχτηκα, ξεπεταγμένος βλ. πίν. 65 και πρβλ. ξεπετάγομαι Σημειώσεις: ξεπετιέμαι – ξεπετάγομαι : η έννοια διαφοροποιείται στην παθητική φωνή. Το ρ. σημαίνει → ξεπηδάω / περνάω στην παιδική ή στη νεανική ηλικία … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναβλύζω — (Α ἀναβλύζω) (για υγρά) αναπηδώ ορμητικά, ξεπετάγομαι, ξεχύνομαι αρχ. εκτοξεύω, εξακοντίζω υγρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνὰ * + βλύζω. ΠΑΡ. ανάβλυση ( ις) νεοελλ. ανάβλυσμα] … Dictionary of Greek
ανακοντίζω — ἀνακοντίζω (Α) 1. τινάζομαι προς τα επάνω, ξεπετάγομαι, αναβλύζω 2. (μεταγενέστερα με ενεργητική σημασία) εξακοντίζω, εκτινάσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α) * + ἀκοντίζω] … Dictionary of Greek
αντιθρώσκω — ἀντιθρώσκω (Α) ξεπετάγομαι, πηδώ για να συναντήσω κάτι … Dictionary of Greek
ξεπετώ — άω 1. (για πτηνό) αρχίζω να πετώ 2. αναγκάζω πτηνό να πετάξει 3. (για γονέα, ιδίως για μητέρα) φέρνω το βρέφος σε παιδική ή νεανική ηλικία, μεγαλώνω 4. τελειώνω μια εργασία γρήγορα, διεκπεραιώνω σε σύντομο διάστημα («ξεπέταξα τις δουλειές τού… … Dictionary of Greek